αντιχρονισμός

αντιχρονισμός
ο
1. (Γραμμ.) η χρήση ενός χρόνου με σημασία άλλου, π.χ. ἥκω (ενεστώς με σημασία παρακειμένου)
2. (Μουσ.) ο φθόγγος που ακούγεται σε ασθενές μέρος του μέτρου χωρίς όμως ν' ακούγεται στο ισχυρό που ακολουθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀντιχρονισμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιχρονισμόν — ἀντιχρονισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”